- παροπλίζω
- ΝΜΑνεοελλ.1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν τού αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και παρωπλισμένος, -η, -οα) (για πλοίο) αυτό που παραμένει σε κατάσταση παροπλισμούβ) (για υπάλληλο ή λειτουργό) εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί δραστική περικοπή δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων(μσν. αρχ.) αφοπλίζωαρχ.1. αφαιρώ από το πλοίο τα ξάρτια και τα κουπιά, ξαρματώνω2. μέσ. παροπλίζομαιμτφ. περιορίζω τις δραστηριότητες μου ή την έκφραση τών απόψεών μου.
Dictionary of Greek. 2013.