παροπλίζω

παροπλίζω
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού
2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν τού αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και παρωπλισμένος, -η, -ο
α) (για πλοίο) αυτό που παραμένει σε κατάσταση παροπλισμού
β) (για υπάλληλο ή λειτουργό) εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί δραστική περικοπή δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων
(μσν. αρχ.) αφοπλίζω
αρχ.
1. αφαιρώ από το πλοίο τα ξάρτια και τα κουπιά, ξαρματώνω
2. μέσ. παροπλίζομαι
μτφ. περιορίζω τις δραστηριότητες μου ή την έκφραση τών απόψεών μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παροπλίζω — παροπλίζω, παρόπλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παροπλίζω — παρόπλισα, παροπλίστηκα, παροπλισμένος 1. αφοπλίζω, αφαιρώ τα όπλα. 2. (ναυτ.), ξαρματώνω πλοίο, παίρνω πλοίο από την ενεργό δράση: Πολλά επιβατικά πλοία είναι παροπλισμένα αρματαγωγά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροπλισθῆναι — παροπλίζω disarm aor inf pass παροπλίζω disarm aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροπλισθέντες — παροπλίζω disarm aor part pass masc nom/voc pl παροπλίζω disarm aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροπλίζεται — παροπλίζω disarm pres ind mp 3rd sg παροπλίζω disarm pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροπλίζομαι — παροπλίζω disarm pres ind mp 1st sg παροπλίζω disarm pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροπλίσαντας — παροπλίζω disarm aor part act masc acc pl παροπλίζω disarm aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροπλίσσαιο — παροπλίζω disarm aor opt mid 2nd sg (epic) παροπλίζω disarm aor opt mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωπλικέναι — παροπλίζω disarm perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωπλισμένοι — παροπλίζω disarm perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”